καταπρονομεύω

καταπρονομεύω
καταπρονομεύω (Α)
καταλεηλατώ, αρπάζω ως λεία πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + προνομεύω «λεηλατώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπρονομεύσαντες — καταπρονομεύω carry off as booty aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρονομεύσαντος — καταπρονομεύω carry off as booty aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”